Το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 325, 326, 327, 328 και 329) εφαρμόζεται και στο χώρο του Εργατικού Δικαίου. Μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αυτό από το μισθωτό είτε ατομικά, είτε ομαδικά, όταν ο εργοδότης καθυστερεί την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών. Ασκώντας το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας ο μισθωτός δικαιούται να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές.
Κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας. Γι’ αυτό οι μισθωτοί δεν υποχρεούνται να παρέχουν εργασία ούτε να παρουσιάζονται στην επιχείρηση. Υποχρεούνται όμως να είναι στη διάθεση του εργοδότη για να αναλάβουν εργασία, εφόσον αρθεί η υπερημερία του εργοδότη.
Η άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας πρέπει να αφορά αξιόλογη απαίτηση για καθυστέρηση δεδουλευμένων αποδοχών, από μισθούς ή ημερομίσθια, επιδόματα εορτών Πάσχα ή Χριστουγέννων, άδεια μετ’ αποδοχών και επίδομα αδείας, αποδοχές ασθενείας (Α.Κ. 657 και 658), βαριά αντισυμβατική συμπεριφορά του εργοδότη (καταφανή άνιση μεταχείριση προς άλλους εργαζομένους, ανάθεση καθηκόντων βαρύτερων των κανονικών, προσβολή προσωπικότητας του εργαζομένου θίγουσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνική του υπόσταση, καθώς και μη τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες δικαίου (Ν. 1568/1985 κλπ ) και γενικές περιπτώσεις που επιδιώκεται η άρση της παρανομίας των μισθωτών. Το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται από κάθε εργαζόμενο σε οποιονδήποτε εργοδότη ακόμη κι αν αυτός είναι το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, εφόσον η απασχόληση έχει τη σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία αλλά και τη δικαστηριακή νομολογία, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας εκ μέρους των μισθωτών, είναι:
- Να υπάρχει ενεργή εργασιακή σύμβαση.
- Η αξίωση του μισθωτού κατά του εργοδότη να είναι ληξιπρόθεσμη.
- Η αξίωση να είναι συναφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη.
- Δήλωση του μισθωτού, ρητή και σαφής, ότι αρνείται να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού ότι ασκεί το δικαίωμα της επισχέσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι ρητή και σαφής, γραπτή ή προφορική και να γίνεται πάντοτε έγκαιρα.
- Το δικαίωμα της επισχέσης εργασίας πρέπει να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος.
Μετά τη δήλωση του μισθωτού προς τον εργοδότη ότι αρνείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει αυτός τις απέναντί του υποχρεώσεις, ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται σύμφωνα με το άρθρο 656 του Α.Κ. στην καταβολή των αποδοχών του εργαζομένου μολονότι αυτός δεν εργάζεται.
Οι συνέπειες της επίσχεσης εργασίας αίρονται οπωσδήποτε με την συμμόρφωση του εργοδότη, ο οποίος μπορεί να ματαιώσει την επίσχεση εργασίας με την παροχή πραγματικής ασφάλειας στον εργαζόμενο π.χ. με την κατάθεση των οφειλομένων στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων, όχι όμως και με την παροχή απλής εγγύησης.