Για να είναι έγκυρη η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν είναι απαραίτητο να καταρτίζεται εγγράφως, αρκεί μόνο να υπάρχει συμφωνία των μερών. Εντούτοις, για τη διευκόλυνση της αποδείξεως και την κατοχύρωση των μερών επιβάλλεται η κατάρτιση να γίνεται με σχετικό έγγραφο που θα υπογραφεί και από τους δύο και θα προσδιορίζει ρητά το χρονικό σημείο λήξης ή προκειμένου για σύμβαση ορισμένου έργου, το έργο που θα παραχθεί.
Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι δυνατόν να λυθούν με τους εξής τρόπους:
1. Με τη λήξη του χρόνου ή του έργου για το οποίο έχουν συνομολογηθεί κατά το άρθρο 669 ΑΚ.
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 669 ΑΚ, οι εργασιακές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου λύονται αυτοδικαίως μόλις περάσει ο χρόνος για τον οποίο έχουν συνομολογηθεί ή μόλις τελειώσει το έργο χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε δήλωση βουλήσεως κάποιου μέρους γι’ αυτό. Ο εργοδότης έχει μόνο την υποχρέωση, όταν λήξει η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, να την αναγγείλει ηλεκτρονικά στο ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου.
2. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, για σπουδαίο λόγο
Σύμφωνα με το άρθρο 672 ΑΚ, ο εργοδότης ή ο μισθωτός δικαιούνται σε κάθε περίπτωση να καταγγείλουν τη σύμβαση για «σπουδαίο λόγο» χωρίς τήρηση προθεσμίας ενώ το δικαίωμα δε αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία.
Σπουδαίο λόγο καταγγελίας αποτελούν τα περιστατικά εκείνα – ακόμη και μεμονωμένα – τα οποία, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους ή της ύπαρξης υπαιτιότητας, καθιστούν, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης μέχρι την κανονική της λήξη, για τον προσδιορισμό δε του σπουδαίου λόγου συνεκτιμώνται οι συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως το είδος της εργασίας και η φύση της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά περίπτωση στα αρμόδια δικαστήρια.
Κατά το άρθρο 673 Α.Κ. «αν ο σπουδαίος λόγος για τον οποίο έγινε η καταγγελία συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της σύμβασης, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζημίωση». Όταν ο εργοδότης, χωρίς να τηρήσει την προθεσμία της λήξεώς της, καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς σπουδαίο λόγο, η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρα 174, 180 Α.Κ.), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σύμβαση, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, οφείλει να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το μετά την καταγγελία και έως τη συμφωνημένη λήξη της συμβάσεως χρονικό διάστημα (άρθρα 672, 673, 3, 174, 180, 349, 350, 655, 656, 361, 648, 649 Α.Κ.).
3. Με κοινή συμφωνία των μερών
Η λύση της σύμβασης ορισμένου χρόνου, προ της συμπληρώσεως του συμφωνηθέντος χρονικού σημείου λήξης της, μπορεί να επέλθει και με κατάρτιση αντίθετης συμφωνίας των μερών (Α.Π. 57/2015, Α.Π. 1665/2002). Έγκυρη έχει κριθεί η λύση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου κατόπιν αποδοχής από τον εργαζόμενο εργοδοτικής πρότασης για πρόωρη λύση της σύμβασής του (Α.Π. 1085/2010, Α.Π. 1665/2002).
Άλλωστε, με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 178, 180, 361 Α.Κ. γίνεται αποδεκτή η αυτονομία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες αποδοκιμάζεται η σύμβαση λόγω του περιεχομένου της, όπως συμβαίνει όταν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, οπότε αν δεν συνάγεται άλλο τι είναι άκυρη και λογίζεται ως μη γενόμενη (Α.Π. 1104/1991).
4. Με όρο για πρόωρη καταγγελία και τη μετατροπή της σε αορίστου χρόνου
Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν. 3986/2011, η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία.